απροσπέλαστος

απροσπέλαστος
-η, -ο (AM ἀπροσπέλαστος, -ον) [προσπελάζω]
(κ. μτφ.) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον πλησιάσει, απρόσιτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀπροσπέλαστος — unapproachable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απροσπέλαστος — η, ο απλησίαστος, απρόσιτος, απροσέγγιστος: Τον τελευταίο καιρό έχει γίνει για όλους απροσπέλαστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπροσπέλαστον — ἀπροσπέλαστος unapproachable masc/fem acc sg ἀπροσπέλαστος unapproachable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσπελάστου — ἀπροσπέλαστος unapproachable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσπελάστους — ἀπροσπέλαστος unapproachable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσπελάστων — ἀπροσπέλαστος unapproachable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσπελάστῳ — ἀπροσπέλαστος unapproachable masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσπέλαστα — ἀπροσπέλαστος unapproachable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσπέλαστοι — ἀπροσπέλαστος unapproachable masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άβατος — η, ο (Α ἄβατος, ον) [βαίνω] απάτητος, απροσπέλαστος, αδιάβατος, δυσπρόσιτος αρχ. 1. ιερός, καθαρός, αγνός 2. (για θηλ. ζώα και ειρων. για γυναίκες) αβάτευτος το ουδ. ως ουσ. το άβατον* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”